Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011

Chutney Πεπονιού


Έχω πάρα πολύ καιρό να ανεβάσω κάτι σε αλμυρό. Αυτό οφείλεται στη μεγάλη αδυναμία που έχω στα γλυκά. Θα μπορούσα να τρέφομαι κατά αποκλειστικότητα με γλυκά, αν ήξερα ότι αυτό δε θα επιφέρει ζάχαρο και ένα σωρό άλλες βλάβες στον οργανισμό μου.
Τελευταίως, έμαθα και κάτι που με έκανε να εκτιμήσω ακόμα περισσότερο τους ζαχαρένιους πειρασμούς. Ο Νίκος Λυγερός, ο Έλληνας με IQ 189-το διπλάσιο δηλαδή σε σχέση με το μέσο iq- όχι μόνο είναι και αυτός εξαρτημένος από τα γλυκά, αλλά υποστηρίζει ότι αυξάνουν το δείκτη ευφυΐας.  Τώρα, θα μου πείτε, εγώ με τα τόσα γλυκά που έχω καταβροχθίσει στη ζωή μου θα έπρεπε να ήμουν genious, αλλά αφού το λέει ο Λυγερός, εγώ πάω πάσο!
Ήδη έχω στο μυαλό μου, στο στομάχι μου αλλά και σε φωτογραφίες την αλμυρή συνταγή που έφτιαξα σήμερα για μεσημεριανό και την οποία εκτίμησε ιδιαίτερα μέχρι και η μαμά, αλλά νομίζω ότι η μετάβαση από το γλυκό ποστ στο αλμυρό δε μπορεί να γίνει έτσι απότομα. Γι’ αυτό προτείνω για σήμερα κάτι γλυκό και αλμυρό μαζί, όχι φαγάκι αλλά συνοδευτικό ψητών κρεατικών. Ένα τσάτνεϊ.
Τα chutneys τα έχω εκτιμήσει ιδιαίτερα τα τελευταία δύο χρόνια, οπότε και άρχισα να τα φτιάχνω ακολουθώντας της οδηγίες της Food Junkie Not Junk Food, η οποία έχει ανεβάσει στη σελίδα της chutney ντομάτας, κρεμμυδιού και νεκταρινιού. Τι εστί chutney; Πρόκειται για αλμυρή μαρμελάδα που πρωτοεμφανίστηκε στην Ινδία αλλά γρήγορα ενσωματώθηκε στις γαστρονομικές συνήθειες των Άγγλων. Γενικά, τα περισσότερα φρούτα μπορούν να γίνουν τσάτνεϊ (συνηθίζεται το μάνγκο, το μήλο, τα φρούτα του δάσους). Η φιλοσοφία είναι απλή: ζάχαρη καστανή ή μαύρη, φρούτο σε κυβάκια, ξίδι και μπαχαρικά-συνήθως τζίντζερ, μεταξύ άλλων, τα οποία βράζουν μέχρι να γίνουν μαρμελάδα.
Εγώ έχω ήδη από πέρσι στο ντουλάπι δύο βάζα ντομάτας και ένα νεκταρινιού. Της ντομάτας θυμίζει κατά πολύ κέτσαπ και το βάζω ακόμα και μέσα σε ψωμί με τυρί για σνακ. Το chutney νεκταρινιού πηγαίνει πολύ με κρέας ψητό. Η φίλη μου η Άννα πέρσι είχε ρίξει 3 γενναίες κουταλιές σε ψητό κατσικάκι γάστρας και ήταν ένα όνειρο. Το chutney κρεμμυδιού πηγαίνει σχεδόν με όλα, ιδιαίτερα αν το απλώσετε σκέτο ή με λίγο κατσικίσιο τυρί πάνω σε ψωμάκι είναι μία πραγματική λιχουδιά.
Παρασύρθηκα όμως, έχω γράψει ένα κατεβατό και ακόμα δεν έχω φτάσει στο chutney πεπονιού που προτείνει το γαλλικό Larousse Cuisine. Με το πεπόνι τελευταίως έχω αναπτύξει σχέση έρωτα, τα αγοράζω δέκα δέκα από τη λαϊκή κάθε εβδομάδα. Ξεφεύγοντας από τους παραδοσιακούς συνδυασμούς 'πεπόνι με προσούτο ή σύκο', αποφάσισα να δοκιμάσω αυτή την αλμυρή μαρμελάδα, που είναι ιδιαίτερη, περισσότερο φρουτένια από την αντίστοιχη νεκταρινιού αλλά και περισσότερο αρωματική, βρίσκω.

Voilà la recette, ιδού η συνταγή, την οποία θα πρέπει να 'σπάσετε' σε δύο μέρες!

 Chutney Πεπονιού

1 κιλό πεπόνι, όχι πολύ ώριμο
250 γρ. καστανή ζάχαρη
300 ml ξύδι από μήλο
1 κουταλάκι αλάτι
1 πράσινο μήλο
½ λοβό βανίλιας (δεν έβαλα)
1,5 εκατοστά ρίζα τζίντζερ
Μισό ξύλο κανέλλας
3 καρφάκια γαρύφαλλο
150 γρ. σταφίδες (εγώ έβαλα λιγότερες)
Λίγο τριμμένο μοσχοκάρυδο (δεν το συμπαθώ πολύ)


Καθαρίστε και κόψτε σε μικρά κυβάκια το πεπόνι. Πασπαλίστε το με το αλάτι, ανακατέψτε απαλά για να πάει παντού και αφήστε το στο ψυγείο όλο το βράδυ για να κατεβάσει τα ζουμιά του. Την άλλη μέρα βάλτε το σε σουρωτήρι για να στραγγίξει καλά. 

 Σε μια βαθιά κατσαρόλα ρίξτε μέσα το πεπόνι, το μήλο καθαρισμένο και κομμένο σε κυβάκια, το ξίδι, τη ζάχαρη, το τζίντζερ. Αφήστε το σε μέτρια φωτιά να βράσει αρκετά μέχρι να εξατμιστεί η έντονη οξύτητα του ξιδιού.
 Προσθέστε τις σταφίδες, την κανέλλα, τα γαρύφαλλα, τη βανίλια (αν τη βάλετε σκίστε τη στη μέση και πάρτε τα σποράκια της), το μοσχοκάρυδο και αφήστε το να βράζει για περίπου 45 λεπτά. Να ανακατεύετε απαλά ανά διαστήματα, ώστε να μη σας κολλήσει στον πάτο, γιατί όσο εξατμίζονται τα ζουμιά και καραμελώνει τόσο πιο εύκολα κολλάει. Επίσης, όταν μειωθούν πολύ τα ζουμιά χαμηλώστε τη φωτιά στην πιο χαμηλή σκάλα. Όσο περνάει η ώρα θα διαπιστώνετε ότι το χρώμα του φρούτου αλλάζει και γίνεται πιο καραμελιζέ.



Από το αποτέλεσμα που αυτή τη στιγμή κρυώνει μέσα στο βαζάκι του, είμαι σίγουρη ότι θα το συνοδεύσω τέλεια όχι μόνο με κρέας αλλά και με τυρί τύπου camembert ή brie. Και με μία απαλή γραβιέρα θα είναι τέλειο!



Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

Όταν το Brownie συναντά το cookie


 
Φανταστείτε ότι θέλετε να καταβροχθίσετε ένα αμαρτωλό σοκολατένιο μπράουνι, αλλά και ότι ως λάτρεις των cookies άνετα θα υποκύπτατε και σε ένα-δύο κούκις που έχετε στο ντουλάπι. Έστω ότι τρώτε απ’ όλα. Ωραία. Φανταστείτε τώρα τις τύψεις που αρχίζουν να γεννιούνται αφού έχετε σκουπίσει τα χείλη σας και από το τελευταίο ίχνος αμαρτίας. Μάλλον ήδη σκέφτεστε το παχυντικό αδίκημα που διαπράξατε.
Αν, όμως, γινόταν να είχατε με μία μπουκιά και τα δύο αυτά γλυκά μαζί; Και διπλή απόλαυση και λιγότερες θερμίδες. Εεεεε; Ωραία δεν τα λέω;;
Λοιπόν, η νέα μόδα της ζαχαροπλαστικής είναι τα 2 σε 1 Brookies. Με μαλακιά υγρή σοκολατένια βάση μπράουνι και από πάνω μαστιχωτή ζύμη κούκις με κομμάτια σοκολάτας. Δε μπορώ να περιγράψω διαφορετικά αυτή τη θεϊκή σύλληψη, που ακόμα και γράφοντας εξιτάρει τις αισθήσεις μου.
Η αρχή έγινε από αυτό εδώ το μπλογκ, έπειτα διανθίστηκε με άλλες εκδοχές. Εγώ κατέληξα σε αυτή την απλή εκδοχή που έκανε θραύση σε όσους το δοκίμασαν. Δύο εκ των δοκιμαστών απεφάνθησαν ότι είναι ό,τι καλύτερο έχω φτιάξει μέχρι τώρα. Διαφωνώ, απλά τους ταιριάζει καλύτερα σαν γεύση από κάποια άλλη παρασκευή.

Πάμε λοιπόν για Brookies!

Brookies

Για τη ζύμη του Brownie

75 γρ. βούτυρο
125 γρ. σοκολάτα
125 γρ. ζάχαρη
2 αβγά
75 γρ. αλεύρι
1 πρέζα αλάτι
50 γρ. κοπανισμένους ξηρούς καρπούς, προαιρετικά

Για τη ζύμη των Cookies

135 γρ. καστανή ζάχαρη
120 γρ. βούτυρο σε θερμοκρασία δωματίου
1 αβγό
165 γρ. αλεύρι
1 κουταλάκι baking powder
110 γρ. σοκολάτα τεμαχισμένη (έβαλα με 80% κακάο)

Για το μπράουνι
Σε πολύ χαμηλή φωτιά ή σε μπεν μαρί λιώστε το βούτυρο με τη σοκολάτα και το αλάτι. Προσθέστε τη ζάχαρη και ανακατέψτε με το γδάρτη. Αφήστε το να κρυώσει (εγώ το βάζω για λίγο στο ψυγείο). Όταν πέσει η θερμοκρασία ρίξτε μέσα ένα ένα τα αβγά ανακατεύοντας μέχρι να ομογενοποιηθούν. Τέλος, ρίξτε με μιας μέσα και το αλεύρι και ανακατέψτε ζωηρά με το γδάρτη.


Για τα κούκις
Χτυπήστε στο μίξερ χειρός το βούτυρο με τη ζάχαρη μέχρι να φουσκώσει και να ασπρίσει. Προσθέστε το αβγό. Ρίξτε μέσα το αλεύρι με το baking powder και ανακατέψτε ελάχιστα, ίσα ίσα να απορροφηθεί το αλεύρι. 5 δευτερόλεπτα, όχι παραπάνω! Προσθέστε και την τεμαχισμένη σοκολάτα και ανακατέψτε τη με μία κουτάλα ή με μία σπάτουλα.


Πάρτε ένα τετράγωνο τσέρκι 20x20 ή ό,τι άλλο έχετε, ντύστε το με αλουμινόχαρτο και βάλτε μέσα τη ζύμη του μπράουνι. Από πάνω βάλτε σε κομμάτια, από εδώ κι από εκεί τη ζύμη των κούκις. Δε χρειάζεται να την απλώσετε, θα απλώσει μόνη της με το ψήσιμο.


Ψήστε σε προθερμασμένο φούρνο στους 180 βαθμούς για 25 λεπτά περίπου. Μπορεί να έχετε ένα θέμα με το ψήσιμο, μού προέκυψε και εμένα. Την πρώτη φορά πήρε μία ώρα για να ψηθεί (!) και στο κέντρο κρατούσε πολύ υγρό ακόμα. Τη δεύτερη φορά στη μισή ώρα (!!) ήταν ήδη στεγνό. Καλύτερα πάντως να είναι πιο υγρό μέσα παρά στεγνό…παρακολουθήστε το…





Παρασκευή 17 Ιουνίου 2011

Ημερολόγιο Ταξιδίου


Δείτε προσεκτικά αυτόν εδώ το χάρτη. Σας λέει κάτι; Σας θυμίζει κάτι; Προφανώς όχι.  Αν σας πω ότι ανήκει στην Ιταλία; Μήπως τώρα τα πράγματα είναι πιο εύκολα;

Οκ, δε θα παίξω άλλο με τα νεύρα σας. Αυτή είναι η νήσος Σαρδηνία, βρίσκεται δυτικά της Ιταλίας, στα  νότιοανατολικά βλέπει προς Σικελία, βόρεια προς Κορσική. Στα 24.000 τ.χλμ κατοικούν 1.700.000 άνθρωποι. Τεράστιος αριθμός; Δε νομίζω…
Εγώ στη Σαρδηνία δεν ήθελα να πάω. Μου βρωμούσε η υπόθεση από μακριά, χωρίς να πολυέχω ερευνήσει το θέμα. Τί ήθελα; Να πάω για το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος στην Τήλο και μάλιστα με αντροπαρέα. Θα έπαιρνα και το ποδήλατο μαζί. Και πάνω που όλα σχεδόν ήταν κανονισμένα, τσουυυυπ, εις εκ των δύο ανδρών μας άφησε σύξυλους…Αρσενική συνέπεια λέγεται αυτό, νομίζω…
Ως εκ τούτου, είτε θα έμενα στη Ρόδο είτε θα ακολουθούσα την αδερφή μου στη Σαρδηνία. Τα περιθώρια στένεψαν απειλητικά για μένα όταν μία από τους συνταξιδιώτες της Λουκίας ακύρωσε το εισιτήριο της και καλό θα ήταν να μην πάει χαμένο, αλλά να μεταβιβαστεί στη μεγαλειότητά μου.

Το Cagliari από ψηλά
Έτσι, μαζί με τους 9 (παραφράζοντας τον Καββαδία που μου έκανε παρέα στο ταξίδι) ανηφορίσαμε προς Κάλιαρι απευθείας από Ρόδο, με ένα από τα λεωφορεία αέρος της Ryanair και μάλιστα με Έλληνα πιλότο, το Χρήστο.
Το αεροδρόμιο του Κάλιαρι μεγάλο, καινούργιο, και όχι μακριά από το κέντρο. Παραλάβαμε το βανάκι, δώσαμε κάτι παραπάνω για το gps, προσδεθήκαμε και με οδηγό την «Ανεζούλα» σε δέκαπέντε λεπτά είχαμε φτάσει στο ξενοδοχείο. Μη νομίζετε ότι η Ανεζούλα ήταν πάντα τόσο καλή μαζί μας. Όχι, πολλές φορές μας έκανε άσκοπα κύκλους, άλλες πάλι αν δε βλέπαμε τις πινακίδες θα είχαμε φτάσει σ’άλλη γη σ’αλλα μέρη…
Με τη διάθεση στο ζενίθ μέσα σε μία ώρα, έχοντας περάσει τη λιμνοθάλασσα με τα φλαμίνγκος, περπατούσαμε στο κέντρο του Κάλιαρι με τα αψιδωτά, κακοσυντηρημένα κτήρια. Είδαμε τον καθεδρικό ναό της Σάντα Μαρία, τον Πύργο του Ελέφαντα, την Πύλη των Λεόντων και θαυμάσαμε τα «περίφημα γραφικά δρομάκια» της πόλης, που φαίνεται να μην έχει συμπορευτεί με το χρόνο που πέρασε από πάνω της. Κατεβήκαμε προς τη θάλασσα κάνοντας στάση για εξαιρετικό εσπρέσο ντεκαφεϊνάτο στο πόδι. Βολτάραμε για λίγο στο λιμάνι (αν έχετε πάει Πάτρα είναι σαν να το έχετε δει λάιβ) ψάχνοντας να βρούμε καμιά ντόπια φάτσα για να δούμε, αλλά τίποτα. Ούτε τουρίστες είδαμε.

Είδαμε όμως ένα από τα όμορφα μαγαζάκια που πουλάνε παραδοσιακά προϊόντα όπως τυρί πεκορίνο πολλών ειδών, λουκάνικα, μαντολάτο, αβγοτάραχο, μέλι, λικέρ μύρτο, λεπτές φέτες γαλέτας από σιμιγδάλι. Δοκιμάσαμε κάποια από αυτά, πήραμε τα κομπλιμέντα του υπαλλήλου και φύγαμε.


Τοπικό είδος ψωμιού από σιμιγδάλι που μαγειρεύεται ως 'πάνε φρατάου'


Το μαλακό νουγκά, τοπικό παραδοσιακό γλυκό

Σαλάμια, αβγοτάραχα και άλλες αμαρτίες

Η λιμνοθάλασσα
Έχοντας χορτάσει το Κάλιαρι, μπήκαμε στο Renault και πήραμε τους δρόμους για τη μικρή πόλη Pula, που μας υπέδειξαν κάποιοι ντόπιοι ως σημείο αναφοράς. Καθίσαμε για crodino και bitter στην άδεια πλατεία-σημειώστε ότι είμαστε ήδη στον Ιούνιο- κοντοσταθήκαμε στα ελάχιστα ανοιχτά μαγαζάκια, ώσπου -ω! τι χαρά- βρήκαμε το πρώτο σούπερ μάρκετ για επίσκεψη. Γιατί, γίνεται ταξίδι χωρίς σούπερ μάρκετ; Ποτέ! Ένα έχω να σας πω. Σε δυόμιση μέρες στη Σαρδηνία πήγαμε σε 4 σουπερ μάρκετ και το απολαύσαμε, έφτασε να έχουν γίνει οι διέξοδοι ψυχαγωγίας μας

Το Renault 9


Στην πλατεία της Pula
Και φτάνουμε στο δείπνο της πρώτης μέρας, κατόπιν προτάσεως του ρεσεψιονίστ πήγαμε στο Antiqua Hosteria, ένα πολύ προσεγμένο και ελαφρώς κυριλέ μέρος με ασημένια σουπλά και μαχαιροπίρουνα, σεμεδάκια και πολλά ποτήρια στο τραπέζι. Μας έφεραν ποικιλίες από ορεκτικά και πρώτα πιάτα, που περιλάμβαναν: μπρεζάολα με ρόκα-παρμεζάνα, ομελέτα με κρεμμύδι και σπαράγγια, πίτα με αγκινάρες και μανιτάρια,  κεφτεδάκια με πατάτα, κροκέτες κολοκυθιού με σαφράν (παίζει πολύ το σαφράν στη Σαρδηνία, μέχρι και σε παγωτό το έχουν!) και δύο είδη μακαρονιών. Ταλιατέλες με σάλτσα ντομάτας και Malloreddus, μικρό μακαρονάκι από σιμιγδάλι μαγειρεμένο με κόκκινη σάλτσα, λουκάνικο και σαφράν. Ευτυχώς δε χρειάστηκε να περάσουμε στα κυρίως πιάτα (γιατί ο λογαριασμός ήταν ήδη πιασάτος) για να καταλήξουμε στα επιδόρπια που, αν και φαίνονταν λαχταριστά επί της ουσίας ήταν άκρως απαράδεκτα. Απολογισμός: πολλά ευρώ για το τίποτα. Μας έπιασαν κότσους, που λεν και στο χωριό.


Στα αριστερά το Malloreddus
Η ψυχρολουσία του Κάλιαρι δε μας πτόησε, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία άλλωστε, γι’ αυτό μεταφέραμε τις ελπίδες μας στην εκδρομή της επόμενης μέρας. Το πλάνο έλεγε ότι τελικός μας προορισμός θα ήταν το Αλγκέρο, στα βορειοδυτικά. Μεγάλη διαδρομή που θα μπορούσαμε να κάνουμε εύκολα από τον αυτοκινητόδρομο, αλλά όοοχι, εμείς θέλαμε να δούμε φύση, τοπίο και χωριά, γι’ αυτό πήραμε τον εσωτερικό δρόμο, αυτόν με τις στροφές-ευτυχώς συναντήσαμε και μερικούς καλογυμνασμένους ποδηλάτες. Για να φτάσουμε εκεί περάσαμε από τα «φημισμένες» πόλεις Οριστάνο και Μπόζα. Τόσο το Οριστάνο όσο και η Μπόζα ήταν το ίδιο αδιάφορες όσο και οτιδήποτε άλλο είδαμε στη Σαρδηνία. Για να αποκτήσετε μία πληρέστερη εικόνα, φανταστείτε ότι το τοπίο είναι άκρως μεσογειακό με συκιές, φραγκοσυκιές, σιτηρά, αλλά όχι τόσο ωραίο όσο το δικό μας, δάση δεν υπάρχουν, ούτε πολλές πολλές παραλίες. Τα χωριά και οι πόλεις είναι το ένα αντιγραφή του άλλου, χωρίς ιδιαίτερο χρώμα, πολλές φορές κακοσυντηρημένα και, βέβαια, νεκρά από κόσμο. Πού κρύβεται αυτό το 1.700.000 του πληθυσμού; Πού βρίσκονται οι τουρίστες πλην ημών; 


Στο Οριστιάνο

Οριστιάνο
Οριστιάνο
Και φτάνουμε στο Αλγκέρο, επιτέλους, ένα μέρος με λίγη κίνηση παραπάνω. Με τη μαρίνα του, τα σκάφη του, σαν τη μαρίνα της Ζέας. Εντάξει, εδώ έχει και μερικούς φοίνικες. Μέχρι εκεί. Δεν κινηθήκαμε στη νέα αλλά στην παλιά πόλη, ομολογώ ότι ήταν όμορφη, πιο δραστήρια, πιο θελκτική. Αν και πρόκειται για άκρως τουριστικό μέρος τα μαγαζιά ήταν κλειστά το μεσημέρι μέχρι τις 5 το απόγευμα. Εντύπωση μας έκαναν τα πολλά μαγαζιά αθλητικών ειδών κάθε είδους. Στο Αλγκέρο, όπου οι πινακίδες είναι γραμμένες τόσο στα ιταλικά όσο και στα καταλανικά, ήπια τον χειρότερο φρέντο καπουτσίνο της ζωής μου (για την ακρίβεια τον έστειλα πίσω) και έφαγα μια συμπαθητική μαργαρίτα στο χέρι με πολύ ωραίο ζυμαράκι. 


Η μαρίνα του Αλγκέρο

Ένα...LemonBar!

Δρομάκι στην παλιά πόλη
Η φαντασία των Ιταλών καλπάζουσα, δείτε το εξωτερικό ενός καταστήματος και στεφτείτε τι μπορεί να πουλάνε μέσα

...καραμέλες! Πανάκριβες και άγευστες.






Δείτε τώρα και το εσωτερικό ενός άλλου καταστήματος με ρούχα, όπου δεσπόζει αυτό το υπέροχο πιάνο του προηγούμενου αιώνα.



Νουγκά στο χέρι

Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο Conad


Στην επιστροφή από το Αλγκέρο, από τον αυτοκινητόδρομο αυτή τη φορά, συναντήσαμε μια από τις κλασικές, ρομαντικές ομορφιές της Ιταλίας, που ήταν σκηνή από τον ιταλικό κινηματογράφο.


H πλήξη δημιουργεί
Μερικά χιλιόμετρα πριν φτάσουμε στο Κάλιαρι κάναμε παράκαμψη στο Σαν Σπεράτε, «γνωστό» για τις σατιρικού, πολιτικού και κοινωνικού περιεχομένου τοιχογραφίες που κοσμούν τα κτήρια. Προφανώς οι τοιχογραφίες αυτές προέκυψαν από την ανάκγκη για να διαφημιστεί το συγκεκριμένο χωριό, διαφορετικά άνθρωπος δε θα πατούσε το πόδι του εκεί. Πάντως, αν ποτέ πάτε προς Σαρδηνία και να το παραλείψετε από το πρόγραμμά σας, δε θα χάσετε κάτι το φοβερό. 



Μέρα δεύτερη, ώρα για φαγητό στο Κάλιαρι, στο La Pirata, που προσφέρει τοπική κουζίνα σε κομσί κομσά τιμές και περιορισμένες μερίδες. Η μοσχαρίσια μπριζόλα που δοκίμασα ήταν σωστά ελαφρά ψημένη, νόστιμη αλλά είχε αρκετά νεύρα. Η σπεσιαλιτέ τους, μπριζόλα από άλογο δε μου κέντρισε το γαστρονομικό ενδιαφέρον. Ζουμερό φαγητάκι με έντονη γεύση σαφράν ήταν το πάνε φρατάου, φτιαγμένο από λεπτές φέτες ψωμιού μουλιασμένες σε ζωμό με σάλτσα ντομάτας και ένα αβγό ποσέ από πάνω.
 

Οι άλλοι δοκίμασαν και αγριογούρουνο μαγειρευτό στην κατσαρόλα, ίσως μπορούν ως δοκιμαστές να σχολιάσουν σχετικά. Εγώ αδυνατώ.

Μπύρα Σαρδηνίας, γευστική και ελαφριά
Ήμασταν μόνο 34 ώρες στη Σαρδηνία και τα είχαμε δει όλα. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το πρόβλημα ήταν ότι μας έμενε άλλη μία γεμάτη μέρα την οποία θα έπρεπε κάπως να γεμίσουμε. Εξουθενωμένοι κυρίως από απογοήτευση και δευτερευόντως από κούραση, κάποιοι παράτησαν την προσπάθεια αναζήτησης του κάλλους του νησιού και αποφάσισαν να περάσουν την Κυριακή στην κοσμοπολίτικη παραλία Poetto, κοντά στο Κάλιαρι. Εδώ δηλαδή. 

Η παραλία είναι οργανωμένη και ακριβή (18 ευρώ για την ομπρέλα), με ωραία γκριζοχρυσαφένια άμμο-εγώ θέλω βότσαλο βέβαια-και ρηχή. Μισώ τις ρηχές θάλασσες όπου πρέπει να περπατάς κανένα χιλιόμετρο μέχρι να βαθύνουν τα νερά. Το νερό στο Ποέτο ήταν βρώμικο, απεφάνθη ο ειδικός επιστήμων της παρέας, γι’αυτό και δε βούτηξαν ούτε οι υπόλοιποι, παραμόνο οι δύο που έμειναν να τσουρουφλίζονται για πέντε ώρες από τον Ιταλικό ήλιο. 

Σε αυτές τις πέντε ώρες οι υπόλοιποι εφτά κάναμε την απέλπιδα προσπάθεια να πάμε στο νησί Σαντ’ Αντιόκο που συνδέεται με τη Σαρδηνία με γέφυρα και το οποίο θεωρείται must για επίσκεψη. Στα 110 χιλιόμετρα δυτικά του Κάλιαρι, μεσημέρι, μοναδικοί επισκέπτες του νησιού, το οποίο διατηρεί έναν ενδιαφέροντα χαρακτήρα-έχει και υδροβιότοπο που βρωμοκοπά λόγω ευτροφισμού-αρχίσαμε μάταια να ψάχνουμε πού θα μπορούσαμε να πιούμε ένα κροντινάκι για να πάει κάτω η πίκρα και να ξεχαστουν τα άδικα χιλιόμετρα που κάναμε. Ας μου λύσει κάποιος την απορία: πώς γίνεται σε ένα τουριστικό μέρος να μην υπάρχουν τουρίστες Ιούνιο μήνα, να υπάρχουν αρκετά αυτοκίνητα ντόπιων αλλά οι οδηγοί τους να είναι άφαντοι; Ο ευρών την απάντηση θα αμοιφθεί!



Φεύγοντας από τη νεκρική σιγή του Σαντ’ Αντιόκο, λίγο έξω από το νησί, στο πουθενά, έκπληκτοι είδαμε σε μία παραγκοκατασκευή πολλά αυτοκίνητα μαζεμένα. ‘Τραπέζι γάμου’ σκεφτήκαμε και σταματήσαμε για να δούμε κόσμο, επιτέλους.  Τελικά δεν ήταν τραπέζι γάμου, ήταν εστιατόριο το οποίο πρόσφερε μόνο συγκεκριμένο θαλασσινό μενού με 22 ευρώ: μύδια αχνιστά, μακαρονάδες με αχιβάδα και κόκκινη σάλτσα γαρίδας, τηγανιτά καλαμαράκια και μικρά ψαράκια και ποικιλία ψητών ψαριών. Στην τιμή περιλαμβανόταν το κρασί και ο καφές. Οι υπόλοιποι έγλυφαν τα δάχτυλά τους, εγώ έμεινα να τους κοιτάζω σαν τιμωρημένη, αφού όχι μόνο δεν άγγιξα τίποτα αλλά έπρεπε να υπομείνω και την ενοχλητική για μένα μυρωδιά των μαγειρεμένων ψαριών.


Επιστρέψαμε στο Κάλιαρι, φάγαμε ένα τέλειο παγωτό στη τζελατερία που εξ αρχής μού είχε γυαλισει περνώντας με το αυτοκίνητο και μετά από ένα δίωρο στρογγυλοκαθήσαμε για το τελευταίο και καλύτερο δείπνο μας στο Su Combidou






Και εδώ παίξαμε με τα προσφερόμενα μενού. Ψωμί τηγανιτό, ποικιλία κρύων ορεκτικών, πιατέλα με αλλαντικά και τυριά, πατσάς κοκκινιστός (δε μου άρεσε), καταπληκτικά γκουρμέ σαλιγκάρια τηγανισμένα με φρυγανιά, Malloreddus, Κολουριόνες (Culurgiones) δηλαδή γεμιστά ζυμαρικά με τυρί, πουρέ πατάτας και δυόσμο, μαλακό και μυρωδάτο μοσχάρι βραστό, ζουμερό και πεντανόστιμο χοιρινό ψητό-ειδικεύονται σε αυτό οι Σαρδηνοί. Γενικά η κουζίνα του νότου δεν έχει καμία σχέση με αυτή του βορρά που είναι εξευρωπαϊσμένη. Για παράδειγμα, πουθενά δε μαγειρεύουν καρμπονάρα! Τοπικά γλυκά είναι μεταξύ άλλων η αραντσάτα, φλούδες πορτοκαλιού με μέλι & καρύδια, τα κρητικού τύπου λυχναράκια παρντούλας με ρικότα και ξύσμα λεμονιού, το νουγκά και τα σος γκουέλφος, κεράσματα από πάστα αμυγδάλου.




Πατσάς




Μαλλορεντους και Κουλλουργκιονες

Συνοδευτικά του κρέατος


Σκασμένοι από το φαγητό και χαρούμενοι που σε μερικές ώρες θα ήμασταν back to the paradise τακτοποιήσαμε τα τελευταία πράγματα στις αποσκευές και πρωί πρωί πήραμε το αεροπλάνο της επιστροφής.
Αν απορείτε με τι παραγέμισα τη χειραποσκευή μου από την τετραπλή επίσκεψη στο Conad της γειτονιάς μας, σας ενημερώνω ότι αυτή τη φορά ήμουν αναγκασμένη να κάνω πολύ περιορισμένα ψώνια, μιας και στα δέκα κιλά χειραποσκευής δε χωράνε και πολλά πράγματα: ψωμί για τραμετζίνι (μαλακό ψωμί τοστ χωρίς κόρα), μινιατούρες λικέρ μύρτο για τους φίλους, καταπληκτικές γκοφρέτες Loacker (αν τις δείτε σε κανένα σουπερ μάρκετ εδώ δοκιμάστε τες απαραιτήτως), προσούτο, μπρεζάολα, τυρί πεκορίνο και δημητριακά με σοκολάτα. Αν και ακούγονται πολλά δεν είναι, φρόντιζα οι συσκευασίες να είναι μικρές και ελαφριές.

Τελικά τι θα μου λείψει από το ταξίδι στη Σαρδηνία; Η πολύ καλή παρέα, τα καυστικά, ξεκαρδιστικά σχόλια για το μέρος, το υστερικό γέλιο για το σε ποιον ανήκουν τα πέντε ευρώ από το φουλάρισμα του Ρενό.

Λουκία, Αντώνη, Νιλ, Μαρία, Μένη, Έλενα, Έλενα και Αντώνη χαίρομαι που πέρασα μαζί σας αυτές τις δυόμιση μέρες. Σας αφιερώνω αυτό το μακροσκελές ποστ, πού όπως θα μου γράψει ο Γαβριήλ θα έπρεπε να χωρίσω σε 2-3 διαφορετικές αναρτήσεις, αλλά όχι, δε θα αφιερώσω τόσο πολύ μπλογκοχώρο σε αυτό το ταξίδι!!
Α Ρ Ν Ο Υ Μ Α Ι !!!!
 
Τα 5/9
Υ.Γ: ας μου πει κάποιος συνάδελφος γιατί το σύστημα αλλάζει μόνο του τη γραμματοσειρά και δεν μπορώ να τη μορφοποιήσω;